Η εν λόγω σύμβαση συνήφθη τον Δεκέμβριο του 2000 στο
Παλέρμο, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, και υπεγράφη από 180 κράτη.
Η Σύμβαση του Παλέρμο αφορούσε το διεθνικό οργανωμένο
έγκλημα, και συγκεκριμένα τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, της
διαφθοράς, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, ενώ
ποινικοποιούσε την παρακώλυση της Δικαιοσύνης.
Στο άρθρο 2 της σύμβασης, όπως κατά πληροφορίες επισημαίνει
ο κ. Σαλάτας, περιγράφεται το τι συνιστά το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης.
Μεταξύ άλλων στοιχείων -σύμφωνα με τον εφέτη- που απαιτεί ο νόμος για την
στοιχειοθέτηση του αδικήματος είναι ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους ή άλλου
υλικού οφέλους.
Όσον αφορά την ελληνική έννομη τάξη, όπως φέρεται ότι
επισημαίνει ο κ. Σαλάτας, το 2001 τυποποιήθηκε το αδίκημα της εγκληματικής
οργάνωσης, χωρίς όμως να θεσμοθετηθεί η αξίωση του προσπορισμού οικονομικού οφέλους,
καθώς ο νομοθέτης ήθελε στο επίμαχο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα να εντάξει
τις τρομοκρατικές οργανώσεις.
Ωστόσο, κατά πληροφορίες, ο κ. Σαλάτας υποστηρίζει πως η εν
λόγω σύμβαση κυρώθηκε στο σύνολό της με τον Νόμο 3875/2010, χωρίς καμία
επιφύλαξη, και πλέον αποτελεί εθνικό δίκαιο, οπότε δεν χρειάζεται ο ποινικός
νομοθέτης να την τυποποιήσει με νόμο.
Η Σύμβαση του Παλέρμο
και η κόντρα των
εφετών
Με επίκεντρο την Σύμβαση του Παλέρμο και τον ορισμό του
αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης συγκρούστηκαν, εντός του Συμβουλίου
Εφετών της Αθήνας, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές απόψεις σχετικά με την
στοιχειοθέτηση ή όχι της συγκεκριμένης κατηγορίας στην υπόθεση της Χρυσής
Αυγής. Στο σκεπτικό της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, που έχει στην διάθεσή
της η «δημοκρατία», διατυπώνονται νομικές θέσεις που αναμένεται να απασχολήσουν
έντονα το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, το οποίο το προσεχές διάστημα θα
κληθεί να δικάσει την υπόθεση.
Από την μία, η πλειοψηφία, δηλαδή οι εφέτες Ισιδώρα Πόγκα
και Αλέξανδρος Σάββας, διατύπωσαν την άποψη ότι ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε να
προσαρμόσει την Σύμβαση του Παλέρμο στην ελληνική έννομη τάξη επί το
αυστηρότερον, καθώς δεν απαιτεί την επιδίωξη οικονομικού ή υλικού οφέλους για
την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης.
Εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, ωστόσο, διατύπωσε ο εφέτης
Νίκος Σαλάτας, ο οποίος υποστήριξε σθεναρά ότι μετά την κύρωση της Σύμβασης του
Παλέρμο, το 2010, σύμφωνα με την οποία για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος
απαιτείται η ύπαρξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, από την χώρα μας, αυτή
υπερισχύει του εθνικού δικαίου και συνεπώς «τα δικαστήρια οφείλουν να την
εφαρμόζουν άμεσα».
Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, σύμφωνα με τον εφέτη,
ουδόλως αποδίδεται στους κατηγορουμένους ότι έδρασαν με σκοπό να προσπορίσουν
στην οργάνωση, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος και συνεπώς,
σύμφωνα με τον κ. Σαλάτα, δεν στοιχειοθετείται η κατηγορία της εγκληματικής
οργάνωσης. Επιπλέον, ο εφέτης επισημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ούτε μεταβολή
της κατηγορίας στο αδίκημα της συμμορίας (καθώς θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν και
κατηγορία για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης), ενώ η πράξη της διακεκριμένης
οπλοκατοχής (κακούργημα) θα πρέπει να μετατραπεί σε απλή οπλοκατοχή
(πλημμέλημα).
Την άποψη του κ. Σαλάτα χαιρέτησε με ανακοίνωσή του ο
δικηγόρος Νίκος Αντωνιάδης, συνήγορος υπεράσπισης του Νίκου Μιχαλολιάκου,
τονίζοντας ότι «βρέθηκε ένας δικαστής που τίμησε τον όρκο του».
Δημοσιεύθηκε στο Φ84 της Εθνικής εφημερίδος ΕΜΠΡΟΣ
Δημοσίευση σχολίου