Άρθρο της διευθύντριας της Εθνικής εφημερίδας "Εμπρός", Ειρήνης Δημοπούλου - Παππά στην στήλη "Εγέρθητι"
Μέρες καλοκαιριού που είναι, ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας να κλείσει τους δέκτες των κατασκευασμένων ειδήσεων, όπου η ζωή μοιάζει με χολιγουντιανή ταινία. Καλό, κακό και τα ενδιάμεσά τους, ήρωες και εγκληματίες, τολμηροί και δειλοί, πόλεμος και ειρήνη, αγωνία και λύτρωση, περνούν από την άκρη του ματιού, στην περίμετρο της ζωής, χωρίς να μπουν ποτέ στον σπόρο της, να τον ποτίσουν με την επίγνωση της μεγαλοσύνης του προσωρινού.
Στα μέσα σχηματοποίησης της λαϊκής ζύμης, κεφαλαιοκράτες απατεώνες προσλαμβάνουν τηλεοπτικούς παρουσιαστές που έχουν καταπιεί το ελιξίριο του παλιμπαιδισμού, για να διηγούνται τα πιο τρομακτικά νέα, σε θεατές με χρόνιο σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής. Με ένα «share» γίνονται επαναστάτες, με ένα «off» του ηλεκτρισμού αποσύρονται από την ύπαρξη. Λεφούσια εισβολέων μπαίνουν στην χώρα, δίπλα βάζουν βόμβες, κόβουν κεφάλια, άνθρωποι κατακρεουργημένοι, σε γήπεδα, συναυλίες, σχολεία, και… Οι θεατές πατούν το κουμπί της τιβί και κοιτούν την δουλειά τους, χαζεύουν με εικόνες, άυλες, ψηφιακές, αναμνήσεις μιας ζωής που δεν έζησαν γιατί δεν έχουν τα κότσια να διεκδικήσουν το μερίδιό τους στο Τώρα.
Ας επικεντρωθούμε στην παρατήρηση του μεγάλου καμβά της ζωής που ξεπερνά την συμβατική αντίληψη του χρόνου και των ανθρώπων. Είναι εκείνη η θεώρηση που δίνει νόημα στα βήματα του χορευτή, σαν σύρει, χαϊδεύει, χτυπά με το πόδι του την γη, στα καλοκαιρινά χοροστάσια. Είναι εκείνη που οδηγεί κάποιον Αύγουστο, ακριβώς είκοσι χρόνια πριν, στην επέτειο του Αττίλα Β΄, παραμονή της Λαμπρής του καλοκαιριού, έναν Σολωμό Σολωμού να σκαρφαλώσει στον ιστό με την σημαία του εισβολέα για να την κατεβάσει, με επίγνωση και συνάμα περιφρόνηση του Μετά. Με το τσιγάρο στο στόμα, να ευτελίζει το πολιτικώς ορθόν, να χαράζει το ανεξίτηλο της ζωής που σχίζει τα σάβανα της βουλιμικής ευζωίας, να κάνει πέρα την φοβισμένη «κοινή» γνώμη, να σκαρφαλώνει προς τον θάνατο με την γεύση της ζωής στο στόμα. Να κερδίζει την ζωή με την πικρή γεύση του θανάτου στο στόμα.
Γύρω να είναι καλοκαίρι, στην Αμμόχωστο, στην Αθήνα. Η ομορφιά να είναι παντού ολόγυρα, οι αχτίνες του ήλιου να λάμπουν, κι ο κόσμος να είναι γεμάτος ελπίδα πως το καλό θα θριαμβεύσει ακόμα κι αν ο πρωταγωνιστής σκοτωθεί. Γιατί μπορεί να είναι μοναχικός, αλλά δεν είναι μόνος. Μακάριοι οι ταραχοποιοί που μαλώνουν με τον ουρανό και παλεύουν με την μοίρα, που καίνε σαν την φωτιά και ορμούν στην θάλασσα. Μακάριοι αυτοί που δεν πιστεύουν σε σωτήρες, στην ησυχία και την ασφάλεια. Μακάριοι όσοι έχουν ρίζες για να ξέρουν ποιοι είναι.
Δέντρα δεν υπάρχουν χωρίς ρίζες, μα χωρίς ρίζες να την σφίγγουν, χάνεται η γη, περιφρονημένη από τα γεννήματά της. Μακάριοι οι γεωργοί που περιφρονούνται και εξευτελίζονται από κοινωνίες που καταπίνουν δηλητήρια, παράγουν δηλητήρια, είναι δηλητήρια. Καλοκαίρι, και οι ευγενείς λουόμενοι θα κάνουν τα μπάνια τους σε πισίνες χτισμένες δυο βήματα από την θάλασσα, γιατί τα πόδια τους δεν αντέχουν να πατήσουν τα βότσαλα, να καούν στην άμμο, να γρατσουνιστούν στα σχίνα, μα προτιμούν να περπατούν στο πλαστικό γκαζόν, πλαστικά ευτυχισμένοι, πλαστικά αθλητικοί.
Και στα ταξίδια ακόμη, στα καράβια που τους ξεφορτώνουν στα νησιά προτιμούν να κοιτούν τις οθόνες αντί να αγναντεύουν το πέλαγος, να γεύονται την άρμη, φοβισμένοι για το τι θα αντικρύσουν αν μείνουν ένα ταξίδι μόνοι αυτοί και οι ψυχές τους, σαν και η θάλασσα θα αρπάξει με ένα φύσημα την επιφανειακή ευτυχία τους. Σαν γάγγραινα εξαπλώνεται το ψέμμα. Λιγότερη δουλειά, περισσότερα λεφτά, καθόλου ιδρώτας, περισσότερη κατανάλωση. Τίποτε δεν διορθώνεται, όλα πετιούνται, όλα αγοράζονται μέχρις κορεσμού, μέχρι που να μην χωρούν άλλο οι ντουλάπες και να μην μπορούν να καταπιούν άλλο οι χωματερές. Γιατί έτσι είναι σχεδιασμένη αυτή η παραίσθηση ζωής, σχεδιασμένη να αποτύχει για όλους, γιατί όλοι αφιονίζονται να αγοράσουν τα ίδια αντικείμενα, να ενθουσιάζονται με τα τάδε χόμπι, να καταναλώνουν όπως οι άλλοι.
Όμοιο είδα τις προάλλες τον επίδοξο διάδοχο του θρόνου να χορεύει στην Μύκονο με ένα ποτήρι στο κούτελο, με την επίδοξη πριγκίπισσα διαδόχου να του βαρά παλαμάκια. Σε αυτήν την δημοκρατική σκύλευση της αριστοκρατίας, σε αυτήν την κάλπικη λίρα της σωτηρίας, το υποκατάστατο της Δημιουργίας, φορτωμένο ξόμπλια και φτιασίδια, σκαρφαλώνει στον ιστό ένας Σολωμού. Με το τσιγάρο στο στόμα, με την μυρωδιά της ζωής, με την γεύση του θανάτου. Δεν άφησε πίσω του παιδιά. Μπορεί κάποτε να καταντούσαν να χτυπούν παλαμάκια σε έναν κάποιον βασιλιά στην Μύκονο. Έκανε όμως κάτι καλύτερο. Είχε ρίζες. Έπεσε. Μα κράτησε το χώμα του η ρίζα.
Δημοσίευση σχολίου