Η φυλλάδα-ναυαρχίδα του εθνομηδενισμού, η «Εφημερίδα των Συντακτών», ανέλαβε να μας «διαφωτίσει» γύρω από την ιστορική έρευνα, δίνοντάς μας την δυνατότητα να διαβάσουμε τις απόψεις της Μαρίας Ρεπούση και του Δημήτρη Χριστόπουλου.
Και μόνο το άκουσμα των ονομάτων τους είναι ικανό να προκαλέσει συγκεκριμένα αρνητικά αισθήματα σε κάθε συνειδητοποιημένο Έλληνα Πατριώτη. Και αν η Ρεπούση είναι γνωστή στο ευρύ κοινό για τις περιβόητες θεωρίες της περί «συνωστισμού» στην Σμύρνη, το όνομα του Χριστόπουλου είναι λιγότερο γνωστό. Πρόκειται για τον τύπο αυτόν, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι η «μειονότητα στη Θράκη είναι τουρκική και μάλιστα συμπαγής», κάνοντας μάλιστα και αγώνα για να μην συμπεριληφθεί η Ρομά μουσουλμάνα Σαμπιχά Σουλεϊμάν στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ το 2014, κάτι το οποίο πέτυχε τελικά.
Τόσο, λοιπόν, αυτός ο τύπος με το χαρακτηριστικό τσουλούφι, όσο και η Ρεπούση είχαν ολοσέλιδα άρθρα τους στην φυλλάδα που αναφέραμε προηγουμένως, όπου είναι προφανής η ταύτισή τους με τις απόψεις του Φίλη. Ξεκινώντας από τον Χριστόπουλο, και αφού του πούμε ότι ειρωνείες και κρυάδες του στυλ «Η Γενοκτονία των Ποντίων έγινε. Συμφωνούν όλοι: από τον Κλάους Αθανασιάδη, τον Αντώνη Ρέμο, και φυσικά σύσσωμα όλα τα κόμματα του συνταγματικού -και μη- τόξου», είναι πιο άστοχες και από «ανάλυση» του Ψαρρά, ας πάμε σε κάτι άλλο που υποστηρίζει. “Το ότι η Χρυσή Αυγή μήνυσε τον Ν. Φίλη χρησιμοποιώντας τον «αντιρατσιστικό νόμο» είναι ένας τραγέλαφος για την Ελληνική Δημοκρατία το 2015, πλην όμως δυστυχώς πλήρως αναμενόμενος με τον νόμο που η Βουλή των Ελλήνων ασύγγνωστα ψήφισε το 2014. Ήδη από τότε, είχαμε υποστηρίξει πως καλύτερα είναι να μην έχουμε «αντιρατσιστικό» νόμο, παρά να τον ψηφίσουμε με αυτήν την εκτρωματική διάταξη εντός, η οποία με βεβαιότητα θα άνοιγε τον δύσοσμο δρόμο της ποινικοποίησης της άρνησης της Γενοκτονίας των Ποντίων. Τα όργανα λοιπόν ξεκινήσανε. Ακόμη κι αν η υπόθεση αρχειοθετηθεί, σημασία έχει ότι το σινιάλο ηθικής δικαίωσης της διαπόμπευσης και της αποδοκιμασίας έχει δοθεί. Η αποδοκιμασία όμως δεν εξατομικεύεται στο πρόσωπο του υπουργού Παιδείας. Δεν αρκείται εκεί. Τα ποντιακά σωματεία δεν φάνηκαν διατεθειμένα να περιφρουρήσουν την πορεία τους από τους ναζιστές της Χρυσής Αυγής και τη μήνιν τους πλήρωσε ο Γ. Κουμουτσάκος. Την 5η Νοεμβρίου 2015, ήταν ο βουλευτής της Ν.Δ.. Αύριο θα είναι άλλος. Αυτό γίνεται όταν ένα κράτος, ένα πολιτικό σύστημα, μια κοινωνία υποθάλψει τον αυταρχικό εθνικισμό ή έστω δεν έχει το θάρρος να αναμετρηθεί μαζί του.”
Τι θέλει να πει ο «τσουλουφάκιας»; Ότι ένας νόμος, ο οποίος δεν είναι επακριβώς στα μέτρα που θέλουν οι εθνομηδενιστές και οι αρνητές των Ολοκαυτωμάτων του Ελληνισμού είναι αχρείαστος, όταν τα παραθυράκια του μπορεί να τους αποβούν μπούμερανγκ; Όσο γι’ αυτό το οποίο γράφει, ότι δηλαδή «Ακόμη κι αν η υπόθεση αρχειοθετηθεί», μήπως γνωρίζει κάτι παραπάνω; Όσο, επίσης, για το ποιος ήταν το επόμενο θύμα μετά τον Κουμουτσάκο το είδαμε την Δευτέρα στην Θεσσαλονίκη. Και να μην μιλήσουμε καλύτερα για το ποιοι «νομιμοποίησαν» επί της ουσίας τέτοιες θρασύδειλες επιθέσεις.
Περνώντας στην Ρεπούση, η οποία αφού αρλουμπολογεί επί αρκετή ώρα, γράφει λίγο πριν το τέλος τα εξής: “Όσο πιο πολύ ερευνάται το θέμα, τόσο περισσότερο γνωρίζουμε πόσο καυτό είναι, αλλά και σύνθετο. Πόσο ιστορικό είναι. Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν οι επιστήμες, κοινωνικές, του ανθρώπου, φυσικές και άλλες πιο σύγχρονες. Για να ερευνούν, να απαντούν σε ερωτήματα, να επιλύουν προβλήματα και να βοηθούν την ανθρωπότητα να πηγαίνει μπροστά. Τα εθνικά κοινοβούλια δεν διαθέτουν όμως αυτή τη ματιά. Ούτε του ΟΗΕ ούτε της επιστήμης. Και δεν θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαθέτουν αυτήν την ψυχραιμία. Όχι μόνον διότι οι βουλευτές τους είναι ευάλωτοι στις πιέσεις των ισχυρών λόμπι της μνήμης στην εκλογική τους περιφέρεια, αλλά και διότι κάποιοι είναι οι ίδιοι φορείς του τραύματος. Και μιας συλλογικής μνήμης που είναι φορτωμένη συναισθηματικά και συχνά ακραία μεροληπτική. Διηγήσεις γιαγιάδων και παππούδων, αλλά και η σχολική ιστορία, καθώς και η δημόσια ιστορία που γίνεται στις μέρες μας επικίνδυνα εθνικιστική έχουν συμβάλει σε μια ιστορική κουλτούρα που παίρνει συνεχώς αποστάσεις από το ιστορικό παρελθόν που αναβλύζει από την έρευνα. Δεν έχει νόημα λοιπόν να αποφαίνονται για το παρελθόν, να θεσπίζουν νόμους και να χαρακτηρίζουν τα ιστορικά γεγονότα, όπως έκανε και το ελληνικό κοινοβούλιο. Μερικά κοινοβούλια μάλιστα, όπως το ελληνικό το 2014, επί κυβέρνησης Σαμαρά, όχι μόνον αποφαίνονται για το ιστορικό παρελθόν και ορίζουν τη μία και μοναδική ιστορική αλήθεια, αλλά και ψηφίζουν την ποινικοποίηση της αντίθετης άποψης. Αυτό υποτίθεται για να προφυλάξουν τις κοινωνίες από την άρνηση του Ολοκαυτώματος και να εμποδίσουν την επανάληψή του. Στην πραγματικότητα, ολοκληρώνουν τη λογοκρισία τους πάνω στην ιστορική έρευνα και βάλλουν κατά της ελευθερίας της έκφρασης που είναι θεμέλιο της δημοκρατίας”.
Τα ερωτήματα που γεννιούνται από την τοποθέτηση της Ρεπούση είναι εύλογα: α) Γιατί ο ΟΗΕ ή η επιστήμη διαθέτουν καλύτερη ερευνητική ματιά από τα εθνικά κοινοβούλια; Ο ΟΗΕ, δηλαδή, δεν έχει συμβεί στο παρελθόν να εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες ή η επιστήμη δεν έχει σταθεί στο πλευρό συγκεκριμένων συμφερόντων; β) Οι «Διηγήσεις γιαγιάδων και παππούδων, αλλά και η σχολική ιστορία, καθώς και η δημόσια ιστορία που γίνεται στις μέρες μας επικίνδυνα εθνικιστική» θεωρούνται ως αναξιόπιστες, ενώ προφανώς αξιόπιστοι και αντικειμενικοί είναι αυτοί που μιλάνε για «συνωστισμούς» και «νεοπαγές θεώρημα», ταυτίζουν τους τραυματίες της Κύπρου με τα λετονικά ss και γενικά εξυπηρετούν τις δικές τους εθνομηδενιστικές ιδεοληψίες. γ) Είναι αντιληπτό ότι για το μόνο πράγμα για το οποίο δεν σηκώνει κουβέντα, ούτε η ίδια ούτε οι όμοιοί της, είναι «η άρνηση του Ολοκαυτώματος», όπως χαρακτηριστικά λέει. Φροντίζει, μάλιστα, προηγουμένως να το κάνει σαφές λέγοντας: «Επιπλέον, υποστηρίζουν κάποιοι, η γενικευμένη χρήση της έννοιας της γενοκτονίας σχετικοποιεί το μοναδικό σε ιδεολογία, σύλληψη και εκτέλεση έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, το Ολοκαύτωμα των Εβραίων».
Με απλά λόγια, η ιστορική έρευνα πάνω στα γεγονότα του παρελθόντος έχει και μια εξαίρεση. Πού βρίσκεται, όμως, η ελευθερία της γνώμης σ’ αυτή την περίπτωση; Ακόμη κι αν πρόκειται για υπερβολές και παραχάραξη της ιστορικής Αλήθειας, γιατί αφαιρείται από κάποιον το δικαίωμα στην άποψή του; Στην πιθανολογούμενη ένσταση ότι σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει προσβολή νεκρών (κάτι το οποίο είναι ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα) θα πούμε ότι και στην περίπτωση της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού υπάρχει προσβολή νεκρών. Π.χ. το «νεοπαγές θεώρημα» ως χαρακτηρισμός για την Ποντιακή Γενοκτονία από τους εθνομηδενιστές του «Ιού» δεν συνιστά, εκτός από σαφή άρνηση και ύβρη προς την μνήμη των σφαγιασθέντων; Γιατί, τότε, δύο μέτρα και δύο σταθμά στον σεβασμό της ιστορικής μνήμης;
Γιώργος Μάστορας
Δημοσίευση σχολίου